- ἐπιλήθομαι
- ἐπιλανθάνομαιcause to forgetpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιλήθομαι — ἐπιλήθομαι , ἐπιλανθάνομαι cause to forget pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
ευεπίληστος — εὐεπίληστος, ον (Μ) αυτός που ξεχνάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. τού επι λανθάνομαι)] … Dictionary of Greek